- Κηφισσοῦ
- Κηφισσόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πεδιείς — Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, κοντά στον βοιωτικό Κηφισό. Την είχε πυρπολήσει ο Ξέρξης στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας. Π. ήταν και η ονομασία του κόμματος των μεγάλων γαιοκτημόνων στην Αττική που ζούσαν στην περιοχή του Κηφισσού. Το… … Dictionary of Greek
γεφυρίζω — (Α) [γέφυρα] (γενικά) κοροϊδεύω, χλευάζω με ελευθεροστομία (από τη συνήθεια αυτών που περίμεναν στη γέφυρα τού Κηφισσού, στην Ιερά Οδό μεταξύ Αθηνών, Ελευσίνας, για να πειράξουν τους μύστες τών Ελευσινίων Μυστηρίων κατά την επιστροφή τους στην… … Dictionary of Greek